- περιέργως
- ΝΜΑεπίρρ. βλ. περίεργος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιέργως — περίεργος taking needless trouble adverbial περίεργος taking needless trouble masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
опытаниѥ — ОПЫТАНИ|Ѥ (3*), ˫А с. 1.Проверка, испытание: дѣла же буду(т) преставима всѧ сего свѣта… безъ зрака i безъ зазора. i безъ ѡпытаньѧ. СбПаис н. XV, 50 об. 2. Расспрашивание, вопрос: Приведену же бывшю слѣпцю бы(с) опытаниѥ. не добра ли тѧ ре(ч)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κονίσαλος — κονίσαλος, ὁ (ΑM) σύννεφο σκόνης, στρόβιλος («πνεύσαντος ἀνέμου σφοδροῡ... ὁ κονίσαλος ἐς ουρανὸν αὐτὸν ἦρτο», Άνν. Κομν.) αρχ. 1. σκόνη αναμιγμένη με το λάδι και τον ιδρώτα τών παλαιστών («ὁ ἱδρὼς τῶν γυμναζομένων, μειχθείς τῷ πάτῳ, συντελεῑ… … Dictionary of Greek
περίεργος — η, ο / περίεργος, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που ενδιαφέρεται για το καθετί και θέλει να τό γνωρίσει, αυτός που ερευνά και επιδιώκει να μάθει τα πάντα, ερευνητικός (α. «από μικρός ήταν περίεργος και έμαθε πολλά» β. «περίεργα παιδία», Γαλ. γ.… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek
Φρανκ, Σεζάρ - Oγκίστ — (Franck, Λιέγη 1822 – Παρίσι 1890). Βέλγος συνθέτης. Αν και ο πατέρας του τον έστρεψε από μικρό στη μουσική, με τη φιλοδοξία να τον κάνει παιδί θαύμα, ο Φ., περιέργως, μόνο πολύ αργά κατόρθωσε να αποκτήσει τη φήμη που του άξιζε. Αφού απέτυχε στις … Dictionary of Greek